ευμετάθετος

ευμετάθετος
-η, -ο (Α εὐμετάθετος, -ον)
αυτός που μεταφέρεται εύκολα, ευμετακίνητος, φορητός
αρχ.
1. αυτός που αλλάζει εύκολα
2. εύκολα μεταβαλλόμενος, άστατος («ταραχώδης καὶ εὐμετάθετος καὶ στασιαστικὸς ἦν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-θετός (< μετα-τίθημι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐμετάθετος — easily changing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμετάθετον — εὐμετάθετος easily changing masc/fem acc sg εὐμετάθετος easily changing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμεταθέτους — εὐμετάθετος easily changing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμεταθέτων — εὐμετάθετος easily changing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμετάθετα — εὐμετάθετος easily changing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμετάθετοι — εὐμετάθετος easily changing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμετακίνητος — η, ο (ΑΜ εὐμετακίνητος, ον) αυτός που μετακινείται ή μεταβάλλεται εύκολα, ο ευμετάθετος αρχ. 1. αυτός που διασκορπίζεται, που διαλύεται, που τρέπεται εύκολα σε φυγή 2. το ουδ. ως ουσ. τό εὐμετακίνητον η έλλειψη σταθερότητας, το ευμετάβλητο.… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՂԱՓՈԽՈՒԿ — ( ) NBH 2 0773 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c ա. εὑμετάθετος facile mutabilis, variabilis, inconstans. Որ արգ փոփոխի. դիւրափոխիկ. դիւրայլայլակ. վաղամահ. *Առաջի աչաց է այսպիսեացն վաղափոխուկն լինել: Արագ արագ կործանի այնպսին, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ευμετακίνητος — η, ο αυτός που μετακινείται εύκολα, ο ευμετάθετος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”